- ομαδιάζω
- (Μ ὁμαδιάζω) [ομάς]νεοελλ.σχηματίζω ομάδα με τη συγκέντρωση όμοιων προσώπων ή πραγμάτωνμσν.αθροίζω αριθμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομάδιασμα — το [ομαδιάζω] σχηματισμός ομάδας με τη συγκέντρωση όμοιων προσώπων ή πραγμάτων … Dictionary of Greek